Γιώργος Λαμπράκος, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ

ROOD

[Απόσπασμα]

[…]

Μια μέρα προτού φύγω από το σπίτι είπα στους γονείς μου ότι τους μοιάζω, αλλά εκείνοι το αρνήθηκαν. Είμαι σαν εσάς, τους λέω, εκτός βέβαια αν μου κρύβετε κάτι που πρέπει επιτέλους να μάθω. Δεν σου κρύβουμε τίποτα, μου λένε, αλλά δεν είσαι σαν εμάς. Είμαι αυτό που δεν έχετε γνωρίσει στον εαυτό σας, τους λέω, αυτό που δεν έχετε αναγνωρίσει στον εαυτό σας. Είμαι το κατάλοιπό σας, το πάρεργό σας, το παραπροϊόν σας. Είμαι αυτό που δεν έχετε αποδεχτεί μέσα σας. Είμαι εσείς συν εγώ συν αυτό που απορρίψατε.

Αρκετά πήρα ζώντας τόσα χρόνια με τους γονείς μου. Πολύ φοβάμαι πως έβαλα και στη μπάντα. Πολύ φοβάμαι για πάντα.

Από τότε που έφυγα από το σπίτι δεν τους έχω δει. Δεν ξέρω αν ζουν, με τι ασχολούνται, κι ούτε με ενδιαφέρει. Δεν τους μισώ, απλώς είναι γονείς. Το πρόβλημα με τους γονείς, ανεξάρτητα από το πώς μεγάλωσε ο καθένας, είναι ότι σε ορίζουν, σε καθορίζουν, δεν μπορείς να τους αποτινάξεις. Ειδικά όταν νιώθεις την ύπαρξή σου σαν ρούχο που το έχουν μόλις πλύνει, τινάξει και κρεμάσει για να στεγνώσει.

Οι γονείς μου δεν με ήθελαν. Συνεπώς δεν τους ήθελα ούτε εγώ. Τα αμοιβαία συναισθήματα, ακόμα κι αν δεν γεννιούνται με αμοιβαίο τρόπο, είναι πάντα ωφέλιμα.

Δεν ξέρω αν οι γονείς μου έψαξαν ποτέ να με βρουν αφότου έφυγα από το σπίτι. Εξάλλου δεν έψαχναν να με βρουν ακόμα κι όταν ήμουν στο σπίτι. Έφευγαν διακοπές κι εγώ έμενα σπίτι με τη γιαγιά μου. Πάντοτε πίστευα πως οι γονείς μου θα διέκοπταν τις διακοπές τους μόνο για να παραστούν στην κηδεία μου. Τώρα πλέον ούτε καν γι’ αυτό.

Κάποτε πλησίασε το σπίτι κάποιος ιδιωτικός ντετέκτιβ, που κατόρθωσε να φτάσει μέχρι την εξώπορτα. Καθώς όμως για κάτι τέτοια κόλπα ήμουν πάντα προετοιμασμένος, είχα βάλει άλλο όνομα στο κουδούνι. Ο ντετέκτιβ δεν ξαναφάνηκε. Η κοινωνία διαθέτει και εφαρμόζει αμέτρητους τρόπους για να πιαστώ στη φάκα της. Σκοπός μου να δω πιασμένη την ίδια, και μάλιστα στην ίδια της τη φάκα.

Διαρκώς ακούμε ότι η κοινωνία διέρχεται κρίση, ότι ζούμε σε μεταβατική περίοδο, ότι η νέα γενιά αδιαφορεί για την παράδοση, ότι η ηθική έχει ξεπέσει, ότι έχει έρθει η ώρα για τη μεγάλη υπέρβαση, ότι η πατρίδα δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη στο παρελθόν, ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν πια διαχωριστικές γραμμές, ότι η οικονομική ύφεση καλά κρατεί, ότι το κράτος θα επανιδρυθεί, ότι η χώρα αλλάζει σελίδα. Πιστεύω πως το βιβλίο της χώρας μου δεν έχει άλλες σελίδες και πως ήρθε η ώρα να το πετάξουμε στη φωτιά.

Λένε ότι σήμερα δεν πετυχαίνει τίποτα επειδή οι άνθρωποι δεν κάνουν πράγματα από κοινού. Αλλά για να κάνουν οι άνθρωποι πράγματα από κοινού, προϋποτίθεται πως έχουν κοινά. Το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι θέλουν να κάνουν αυτό που τους συμφέρει. Αυτό το κοινό φυσικά τους χωρίζει, αφού σπάνια το συμφέρον τους είναι κοινό.

Δεν συμμετέχω στα κοινά. Για να συμμετέχω στα κοινά θα πρέπει να έχω κοινά με τους άλλους. Εγώ όμως δεν έχω κοινά με κανέναν. Κοινά έχω μόνο με την οικογένεια που ζει από κάτω μου, επειδή ζούμε στο ίδιο κτίριο και πληρώνουμε κοινόχρηστα για να διατηρείται καθαρό. Αυτή είναι πράγματι μια, όπως λένε, κοινή προσπάθεια.

Το σπίτι μου αποτελείται από ένα δωμάτιο. Ο νιπτήρας είναι δίπλα στη λεκάνη. Η λεκάνη είναι δίπλα στη ντουσιέρα. Η ντουσιέρα είναι δίπλα στο κρεβάτι. Το κρεβάτι είναι δίπλα στο γραφείο. Το γραφείο είναι δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Η μπαλκονόπορτα είναι δίπλα στον νεροχύτη. Ο νεροχύτης είναι δίπλα στη ντουλάπα. Η ντουλάπα είναι δίπλα στην εξώπορτα. Η εξώπορτα δεν είναι δίπλα στο ασανσέρ, αφού δεν υπάρχει ασανσέρ: το σπίτι μου βρίσκεται στον πρώτο όροφο. Το Ρετιρέ μου δεν απέχει και πολύ από το Υπόγειο.

Στο ισόγειο ζει μια οικογένεια. Τρεις άνθρωποι, δυο γονείς και μια γιαγιά. Οι γονείς είχαν ένα τυχερό παιδί που σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Όταν ζούσε το παιδί γινόταν τρομερός θόρυβος, ήθελα να κατέβω κάτω και να τους σφάξω οικογενειακώς. Τώρα πια επικρατεί γαλήνη, τρομακτική γαλήνη, τόση γαλήνη ώστε μια φορά ευχήθηκα μέσα μου να ξαναποκτήσουν παιδί. Ύστερα από ένα δέκατο του δευτερολέπτου μετάνιωσα για την ευχή μου.

Με την οικογένεια αυτή δεν έχω καμιά επαφή. Πρώτη του μήνα μού αφήνουν έξω από την πόρτα τον λογαριασμό των κοινόχρηστων. Εγώ αφήνω με τη σειρά μου το ποσό σε έναν φάκελο. Οι υπόλοιποι λογαριασμοί μου πληρώνονται αυτόματα μέσω του τραπεζικού μου λογαριασμού και του διαδικτύου. Το διαδίκτυο εφευρέθηκε σίγουρα από κάποιον αγοραφοβικό.

Το διαμέρισμά μου δεν έχει θέα. Αν άνοιγα ποτέ το πατζούρι, θα έβλεπα πιθανότατα τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Και θέα να είχε, πάλι δεν θα το άνοιγα. Το φως με σκοτώνει, ο ήλιος καίει το δέρμα μου και πληγώνει τα μάτια μου. Όσο για τη νύχτα, παραέχει αστέρια. Το φεγγάρι το βαριέμαι αφόρητα. Αν μπορούσα να το εξαφανίσω με μια κίνηση, θα την έκανα πάραυτα.

Η φύση είναι πληκτική. Αν δεις ένα έλατο, τα έχεις δει όλα, αν δεις ένα ελάφι, τα έχεις δει όλα. Η μανία του ανθρώπου να ανακαλύψει, να καταγράψει και να ταξινομήσει όλα τα είδη του πλανήτη δείχνει το ένα και μοναδικό του ενδιαφέρον, που είναι να ξέρει ποιο είδος καταστρέφει κάθε φορά, ώστε να καταγράψει την καταστροφή του. Η φύση του ανθρώπου είναι αντιφυσική.

Δεν έχω καμιά επαφή με τη φύση και τον κόσμο. Ξέρω βέβαια πως θα μου κάνει καλό αν βγω έξω, αφού μετά θα φουντώσει η επιθυμία μου να ξανακλειστώ μέσα. Αλλά ζαβολιές δεν κάνω. Το μόνο μέσο, το μόνο παράθυρο διά του οποίου έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο είναι ηλεκτρονικό. Είμαι ένα άτομο που αισθάνεται οικεία μονάχα στην οικία του.

[…]

Γιώργος Λαμπράκος: Αναμνήσεις από το Ρετιρέ Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και είναι επαγγελματίας μεταφραστής. Η εξαιρετική νουβέλα Αναμνήσεις από το Ρετιρέ,που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης, είναι το πρώτο του βιβλίο. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί για την άδεια να συμπεριληφθεί το παραπάνω απόσπασμα στα περιεχόμενά της.

© Γιώργος Λαμπράκος + Εκδόσεις Γαβριηλίδης

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails