Inge Müller, 5 ποιήματα

Dust_n_leaf_Foto_by_fa snail

ΤΩΡΑ

Ό,τι περπατάει είμαι εγώ

Ό,τι πέφτει κάτω είμαι επίσης εγώ

Γδαρμένη σηκώνω το πρόσωπό μου

Μέσα από περιττώματα και χώμα

Πάλι και πάλι

Ποιος με βοηθάει

Ποιον βοηθάω;

Έτσι πάλι και πάλι έτσι.

Εγώ εμείς

Η ζωή

Το πρόσωπό μας

Χώμα περιττώματα φως

Όσο ο μυς αριστερά κινείται έτσι

Άνεμος φυσάει

Τις σπίθες μέσα από τη στάχτη να ανασηκώσει

Ο Προμηθέας, πληγές και μορφασμοί, ζει.



ΜΑΣΚΕΣ

Αρνούμαι μάσκες να φοράω

Τον εαυτό μου ψάχνω

Δεν θέλω να με πιθηκίζετε

Ψάχνω το πρόσωπό μας

Γυμνό και μεταβαλλόμενο.

Ούτε δάκρυα ούτε θαυμασμοί

ξεπλένουν τις προσωπίδες από πάνω μας

Καμιά φωτιά κανένας θεός εμείς οι ίδιοι

Αποθέτουμε τον εαυτό μας στον τάφο.



ΣΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Για πολύ καιρό, μου φαίνεται: για πάντα.

Το πρωινό ήταν ένα γκρίζο δωμάτιο

Και όταν έφυγες ήταν καπνός στους δρόμους.



ΕΡΕΙΠΙΑ 45

Εκεί με βρήκα

Και με έδεσα μέσα σ’ ένα μαντίλι ∙

Ένα κόκαλο για τη μαμά

Ένα κόκαλο για τον μπαμπά

Ένα μες στο βιβλίο.


Η ΜΑΥΡΗ ΑΜΑΞΑ

Να, έρχεται η μαύρη άμαξα

Το άλογο, αυτό πηγαίνει με βήμα

Και όποιος μόνος δεν μπορεί να περπατήσει

Αυτόν τον παίρνει η άμαξα.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου


IngeMüller Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.

Της Σούλας Ζαχαροπούλου

Η Logotexnia21 ευχαριστεί τη μεταφράστρια Σούλα Ζαχαροπούλου για την παραχώρηση των ποιημάτων της Inge Müller. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μεταφράζονται και δημοσιεύονται ποιήματα της  Inge Müller στα Ελληνικά.

© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou

Luigi Pirandello - Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες

Portrait of Ambroise Vollard by Pablo Picasso

[Αποσπάσματα]

Η σύζυγός μου και η μύτη μου

«Τι κάνεις;», με ρώτησε η σύζυγός μου, βλέποντάς με να χασομερώ με ασυνήθιστο τρόπο μπροστά στον καθρέφτη.

«Τίποτα», της αποκρίθηκα, «κοιτάζω εδώ, μες στη μύτη μου, σ’ αυτό το ρουθούνι. Όταν το πιέζω, αισθάνομαι ένα πονάκι.»

Η σύζυγός μου χαμογέλασε και είπε:

«Νόμιζα ότι κοίταζες από ποια πλευρά κλίνει.»

Γύρισα σαν τον σκύλο που του πάτησε κάποιος την ουρά:

«Κλίνει; Εμένα; Η μύτη μου;»

Και η σύζυγός μου, με ηρεμία:

«Μα ναι, καλέ μου. Κοίταξέ την καλά: κλίνει προς τα δεξιά.

Ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων και ανέκαθεν μέχρι τότε θεωρούσα τη μύτη μου, αν όχι ακριβώς ωραία, τουλάχιστον πολύ ταιριαστή όπως κι όλα τ’ άλλα μέρη τού σώματός μου. Γι’ αυτό μού ήταν εύκολο να παραδέχομαι και να υποστηρίζω εκείνο που συνήθως παραδέχονται και υποστηρίζουν όλοι αυτοί που δεν είχαν την ατυχία να τους τύχει ένα κορμί δύσμορφο: ότι δηλαδή είναι βλακώδες να καυχιούνται για τα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό η ξαφνική και αναπάντεχη ανακάλυψη εκείνου του ελαττώματος με εξόργισε σαν μια τιμωρία που δεν μου άξιζε.

Μάλλον η σύζυγός μου, σ’ εκείνη την οργή μου, είδε πολύ πιο μέσα από εμένα και πρόσθεσε αμέσως ότι, αν είχα επαναπαυτεί μες στη σιγουριά ότι ήμουν ολόκληρος χωρίς ψεγάδια, να το έβγαζα μια και καλή απ’ το μυαλό μου, αφού, όπως έκλινε η μύτη μου προς τα δεξιά, έτσι…

«Τι άλλο;»

Ε, διάφορα! Διάφορα! Τα φρύδια μου έμοιαζαν πάνω απ’ τα μάτια μου σαν δυο περισπωμένες, ~ ~, τ’ αφτιά μου ήταν άσχημα κολλημένα, το ένα πιο πεταχτό απ’ τ’ άλλο· και διάφορα ελαττώματα…

«Κι άλλα;»

Ε, ναι, κι άλλα: στα χέρια, στο μικρό δάχτυλο· και στα πόδια (όχι, στραβά, όχι!), το δεξί, ελάχιστα πιο τοξωτό απ’ τ’ άλλο: προς το γόνατο, ελάχιστα.

Έπειτα από έναν προσεχτικό έλεγχο έπρεπε ν’ αναγνωρίσω ότι όλ’ αυτά τα ελαττώματα ήταν αληθινά. Και τότε μονάχα, αφού βέβαια είχε αλλάξει η έκπληξη που ένιωσα αμέσως μετά την οργή σε λύπη και ταπείνωση, η σύζυγός μου για να με παρηγορήσει με παρότρυνε να μην θλίβομαι και τόσο, αφού ακόμη και μ’ αυτά, σε γενικές γραμμές, παρέμενα ένας ωραίος άντρας.

Φυσικά να μην εξοργιζόμαστε, όταν δεχόμαστε ως γενναιόδωρη παραχώρηση εκείνο που πρωτύτερα ως δικαίωμα μας το είχαν αρνηθεί. Πέταξα ένα φαρμακερότατο «ευχαριστώ» και, σίγουρος ότι δεν είχα λόγο ούτε να λυπάμαι ούτε να ταπεινώνομαι, δεν έδωσα καμία σημασία σ’ εκείνα τα ελαφρά ελαττώματα, μα μια τεράστια και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι τόσα χρόνια ζούσα χωρίς ν’ αλλάξω μύτη, πάντοτε μ’ εκείνη, και μ’ εκείνα τα φρύδια και μ’ εκείνα τ’ αφτιά, μ’ εκείνα τα χέρια κι εκείνα τα πόδια· κι έπρεπε να περιμένω ν’ αποκτήσω σύζυγο για να προσέξω ότι τα είχα ελαττωματικά.

«Ω, τι έκπληξη! Δεν τις ξέρεις τις γυναίκες; Είναι φτιαγμένες επίτηδες για ν’ ανακαλύπτουν τα ελαττώματα των συζύγων τους.»

Να, όντως, οι γυναίκες, δεν το αρνούμαι. Κι εγώ όμως κάποτε, αν μου επιτρέπετε, ήμουν φτιαγμένος για να βουλιάζω σε κάθε λέξη που μου έλεγαν ή σε κάθε μύγα που έβλεπα να πετάει, στην άβυσσο των σκέψεων και των συλλογισμών που με έσκαβαν μέσα μου και με τρυπούσαν χιαστή στην ψυχή, σαν τη φωλιά τυφλοπόντικα· χωρίς να φαίνεται απ’ έξω τίποτα.

«Αυτό δείχνει», θα μου πείτε, «ότι είχατε αρκετό χρόνο για χάσιμο».

Όχι, να. Λόγω της ψυχικής διάθεσης στην οποία βρισκόμουν. Γενικά όμως, ναι, και λόγω της απραξίας, δεν το αρνούμαι. Πλούσιος, με δυο έμπιστους φίλους, τον Σεμπαστιάνο Κουαντόρτσο και τον Στέφανο Φίρμπο, που φρόντιζαν τις δουλειές μου μετά τον θάνατο του πατέρα μου· ο οποίος, όσο κι αν είχε μοχθήσει μα με το καλό μα με το κακό, δεν είχε καταφέρει να με κάνει να πετύχω ποτέ τίποτα· εκτός απ’ το ν’ αποκτήσω σύζυγο, αυτό ναι, πάρα πολύ νέος· ίσως με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θ’ αποκτούσα ένα παιδί που δεν θα μου έμοιαζε καθόλου· και, ο καημένος, ούτε καν αυτό δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει από εμένα.

Να σημειωθεί βέβαια ότι εγώ δεν εναντιωνόμουν ηθελημένα στο να πάρω τον δρόμο που με οδηγούσε ο πατέρας μου. Όλους τους έπαιρνα. Να τους περπατήσω όμως, δεν τους περπατούσα. Σταματούσα σε κάθε βήμα· αρχικά άρχιζα από μακριά, έπειτα όλο και πιο κοντά να γυρίζω γύρω από κάθε πετραδάκι που συναντούσα, και μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη που οι άλλοι μπορούσαν να με προσπερνούν χωρίς να δίνουν καμία σημασία σ’ εκείνο το πετραδάκι που για μένα εν τω μεταξύ είχε πάρει τις διαστάσεις ενός ανυπέρβλητου βουνού ή μάλλον ενός κόσμου όπου θα μπορούσα σίγουρα να κατοικήσω.

Είχα μείνει έτσι, ακίνητος στα πρώτα βήματα πολλών δρόμων, με την ψυχή γεμάτη κόσμους ή πετραδάκια· που είναι το ίδιο. Δεν μου φαινόταν όμως καθόλου ότι εκείνοι, που με είχαν προσπεράσει και είχαν διασχίσει όλο τον δρόμο, είχαν μάθει στην ουσία περισσότερα από εμένα. Με είχαν προσπεράσει, δεν τίθεται αμφιβολία, κι όλοι τους προχωρώντας με τόλμη όπως πολλά αλογάκια· έπειτα όμως, στο βάθος τού δρόμου, βρήκαν μια άμαξα: τη δική τους άμαξα· ζεύτηκαν μ’ αυτήν με πολλή υπομονή, και τώρα την σέρνουν πίσω τους. Δεν έσερνα καμιά άμαξα εγώ· και γι’ αυτό δεν είχα ούτε χαλινάρια ούτε παρωπίδες· σίγουρα έβλεπα περισσότερο από ’κείνους· να πορευτώ όμως, δεν ήξερα προς τα πού να πορευτώ.

Τώρα, γυρίζοντας στην ανακάλυψη εκείνων των ελαφρών ελαττωμάτων, αμέσως, βούλιαξα ολόκληρος στη σκέψη ότι συνεπώς – είναι δυνατόν; - δεν γνώριζα καλά ούτε καν το ίδιο μου το κορμί, τα δικά μου πράγματα που βαθιά μέσα μου μού ανήκαν: τη μύτη μου, τ’ αφτιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Και πήγαινα να κοιταχτώ για να τα ελέγξω και πάλι.

Απ’ αυτό άρχισε το κακό μου. Εκείνο το κακό που θα με οδηγούσε σύντομα σε μια ψυχική και σωματική κατάσταση τόσο άθλια και απελπιστική που σίγουρα θα είχα πεθάνει ή θα είχα τρελαθεί εξαιτίας του, αν δεν είχα βρει σ’ αυτό το ίδιο (όπως θα πω) το γιατρικό που θα με θεράπευε.

[...]

Δύο επισκέψεις

Είμαι ευτυχής λοιπόν που μόλις τώρα, ενώ διαβάζετε αυτό το βιβλιαράκι μου με το περιπαιχτικό χαμόγελο που απ’ την αρχή συντρόφευε την ανάγνωσή σας, δύο επισκέψεις, η μια μέσα στην άλλη, ήρθαν ξαφνικά να σας αποδείξουν πόσο χαζό ήταν εκείνο σας το χαμόγελο.

Είσαστε ακόμη αναστατωμένος -σας βλέπω- εξοργισμένος, πληγωμένος για την απαίσια εντύπωση που κάνατε στον παλιό σας φίλο, που τον ξαποστείλατε όταν λίγο αργότερα εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος, με μια άθλια δικαιολογία, επειδή δεν αντέχατε πλέον να τον βλέπετε μπροστά σας, να τον ακούτε να μιλάει και να γελάει παρουσία εκείνου του άλλου. Μα πώς; Να τον ξαποστείλετε έτσι, ενώ λίγο πριν φτάσει εκείνος ο άλλος, ευχαριστιόσασταν τόσο να μιλάτε και να γελάτε μαζί του;

Τον ξαποστείλατε. Ποιον; Τον φίλο σας; Σοβαρά πιστεύετε ότι ξαποστείλατε εκείνον;

Σκεφτείτε το λιγάκι.

Τον παλιό σας φίλο, μέσα του και για τον εαυτό του, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον ξαποστείλετε, με το που εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος. Οι δυο τους, μεταξύ τους, δεν γνωρίζονταν καθόλου· εσείς παρουσιάσατε τον έναν στον άλλον· και θα μπορούσαν να παραμείνουν μαζί κανένα μισάωρο στο σαλόνι σας να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Καμία αμηχανία ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.

Την αμηχανία τη νιώσατε εσείς, και γινόταν όλο και πιο ζωντανή και δυσβάσταχτη, όσο μάλιστα τους βλέπατε εκείνους τους δύο σιγά-σιγά να συμφιλιώνονται μεταξύ τους για να κάνουν μαζί μια συμφωνία. Τη σπάσατε αμέσως εκείνη τη συμφωνία. Γιατί; Μα επειδή εσείς (ακόμη δεν λέτε να το καταλάβετε;) εσείς, ξαφνικά, δηλαδή με την άφιξη του καινούριου σας φίλου, ανακαλύψατε δύο, τον έναν τόσο διαφορετικό απ’ τον άλλον, που αναγκαστικά κάποια στιγμή, μην αντέχοντας πλέον, έπρεπε να ξαποστείλετε κάποιον. Όχι τον παλιό σας φίλο, όχι· ξαποστείλατε τον ίδιο σας τον εαυτό, εκείνον τον έναν που είστε για τον παλιό σας φίλο, διότι τον αισθανθήκατε εντελώς διαφορετικό από εκείνον που είστε ή που θέλετε να είστε για τον καινούριο.

Ασύμβατοι μεταξύ τους δεν ήταν εκείνοι οι δύο, ξένοι ο ένας στον άλλον, αρκετά καλότροποι και οι δύο και φτιαγμένοι ενδεχομένως να συνεννοηθούν θαυμάσια· αλλά εσείς οι δύο που ξαφνικά ανακαλύψατε στον ίδιο σας τον εαυτό. Δεν μπορέσατε ν’ ανεχτείτε ότι τα πράγματα του ενός είχαν μπλεχτεί μ’ εκείνα του άλλου, χωρίς αυτά να έχουν κυριολεκτικά τίποτα το κοινό μεταξύ τους. Τίποτα, τίποτα, αφού για τον παλιό σας φίλο εσείς έχετε μια πραγματικότητα και για τον καινούριο μια άλλη, τόσο διαφορετικές στο σύνολό τους ώστε ν’ αντιλαμβάνεστε ο ίδιος ότι, όταν απευθυνόσασταν στον έναν, ο άλλος θα έμενε να σας κοιτάζει άναυδος· δεν θα σας αναγνώριζε πλέον· θα φώναζε στον εαυτό του:

«Μα πώς; Αυτός είναι; Έτσι είναι;»

Και μέσα στην αφόρητη αμηχανία που βρισκόσασταν, έτσι, δύο, ταυτόχρονα, αναζητήσατε μια άθλια δικαιολογία για ν’ απελευθερωθείτε, όχι απ’ τον έναν από εκείνους, αλλά απ’ τον έναν εκ των δύο που εκείνοι οι δύο σας ανάγκαζαν να είστε την ίδια στιγμή.

Άντε, άντε, γυρίστε να διαβάσετε αυτό το βιβλιαράκι μου, χωρίς πλέον να χαμογελάτε όπως κάνατε μέχρι τώρα.

Πιστέψτε επίσης ότι, αν μπόρεσε να σας προκαλέσει κάποια δυσαρέσκεια η εμπειρία που μόλις τώρα είχατε, δεν είναι τίποτα αυτό, αγαπητέ μου, διότι εσείς δεν είστε μονάχα δύο, αλλά ποιος ξέρει πόσοι, χωρίς να το ξέρετε, και νομίζετε ότι είστε πάντοτε ένας.

[...]

Πολλαπλασιασμός κι αφαίρεση

Μπαίνοντας στο σπίτι, βρήκα τον Κουαντόρτσο σε σοβαρή κουβέντα με τη σύζυγό μου Ντίντα.

Πόσο σίγουροι ήταν στις θέσεις τους, καθισμένοι και οι δύο στο ανοιχτόχρωμο σαλονάκι στο ημίφως· ο ένας χοντρός και μελαψός, βυθισμένος στον πράσινο καναπέ· η άλλη λεπτή και λευκή με τη γεμάτη φραμπαλάδες ρόμπα της, καθισμένη άκρη-άκρη στα τρία τέταρτα της διπλανής πολυθρόνας, με μια ηλιαχτίδα πάνω στον αυχένα της. Μιλούσαν σίγουρα για μένα, διότι καθώς με είδαν να μπαίνω, φώναξαν ταυτόχρονα:

«Ω, νά ’τος!»

Κι αφού ήταν δύο να με βλέπουν να μπαίνω, μου ήρθε η επιθυμία να στραφώ να ψάξω τον άλλον που θα έμπαινε μαζί μου, ξέροντας βέβαια καλά ότι ο «αγαπητός Βιτάντζελο» τού στοργικού μου Κουαντόρτσο όχι μονάχα ήταν κι αυτός μέσα μου όπως κι ο «Τζεντζέ» τής συζύγου μου Ντίντα, αλλά κι ότι εγώ ολόκληρος, για τον Κουαντόρτσο, δεν ήμουν άλλος παρά ο δικός του «αγαπητός Βιτάντζελο», ακριβώς όπως για τη Ντίντα δεν ήμουν άλλος παρά ο δικός της «Τζεντζέ». Δύο, λοιπόν, όχι στα μάτια τους, αλλά μονάχα για μένα που με ήξερα ως εκείνους τους δύο έναν κι έναν· κι αυτό για μένα δεν έκανε ένα επί αλλά ένα πλην, εφόσον σήμαινε ότι στα μάτια τους, εγώ ως εγώ, δεν ήμουν κανένας.

Μονάχα στα μάτια τους; Και για μένα επίσης, και για τη μοναξιά τής ψυχής μου επίσης που, εκείνη τη στιγμή, πέρα από κάθε εμφανή υπόσταση, κατανοούσε την αηδία να βλέπει το ίδιο της το σώμα μόνο του σαν να μην είναι κανενός μέσα στη διαφορετική, ασύλληπτη πραγματικότητα που εν τω μεταξύ του έδιναν εκείνοι οι δύο.

Η σύζυγός μου, βλέποντάς με να γυρίζω πίσω, ρώτησε:

«Ποιον ψάχνεις;»

Έσπευσα ν’ απαντήσω, χαμογελώντας:

Α, κανέναν, καλή μου, κανέναν. Νά ’μαστε!

Δεν κατάλαβαν, φυσικά, τι υπονοούσα μ’ εκείνο το «κανέναν» που έψαχνα δίπλα μου· και πίστεψαν ότι μ’ εκείνο το «νά ’μαστε» αναφερόμουν και σ’ εκείνους τους δύο, σιγουρότατοι ότι εκεί μέσα σ’ εκείνο το σαλόνι ήμασταν τώρα τρεις κι όχι εννέα· ή τουλάχιστον, οχτώ, μιας κι εγώ – για τον εαυτό μου – τώρα πια δεν μετρούσα πλέον.

Θέλω να πω:

1. Η Ντίντα, όπως ήταν για τον εαυτό της·

2. Η Ντίντα, όπως ήταν για μένα·

3. Η Ντίντα, όπως ήταν για τον Κουαντόρτσο·

4. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για τον εαυτό του·

5. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για τη Ντίντα·

6. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για μένα·

7. Ο αγαπητός Τζεντζέ τής Ντίντα·

8. Ο αγαπητός Βιτάντζελο του Κουαντόρτσο.

Ετοιμαζόταν σ’ εκείνο το σαλόνι, ανάμεσα σ’ εκείνους τους οχτώ που θεωρούνταν τρεις, μια ωραία συζήτηση.


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το τελευταίο μυθιστόρημα του Σικελού νομπελίστα Λουίτζι Πιραντέλλο (1867-1936) Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες που ολοκληρώθηκε το 1925 και κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος.  Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Λουίτζι Πιραντέλλο Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ και το κείμενο Σημείωση σχετικά με τους ενδοιασμούς της φαντασίας. Δείτε στη βιβλιοnet ποια έργα του συγγραφέα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Archodia Kypriotou

Thomas Mann, Στον καθρέπτη

Thomas Mann


Ό,τι αντικρίζω, αξιότιμη σύνταξη, στον καθρέπτη σας είναι εκπληκτικό και σκανδαλώδες, - παραδέχομαι πως υποκειμενικά δεν μου είναι λίγο αρεστό, σημειώνω όμως κατηγορηματικά πως εγώ δεν θα ήμουν σε θέση να το επικροτήσω υπό μία υψηλότερη έννοια.

Έχω ένα σκοτεινό και εξευτελιστικό παρελθόν, ούτως ώστε μου είναι εξαιρετικά οδυνηρό να ομιλώ γι’ αυτό ενώπιον του κοινού σας. Εν πρώτοις είμαι ένας ξοφλημένος γυμνασιόπαις. Όχι πως θα είχα απορριφθεί στις απολυτήριες εξετάσεις, θα ήταν μεγαλοστομία, εάν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως δεν έφθασα μήτε καν στην ογδόη· ήμουν κιόλας στην εβδόμη εσχατόγηρος. Ακαμάτης, πεισματάρης και γιομάτος έκλυτο χλευασμό για το όλο πράγμα, μισητός στους δασκάλους του αξιοσέβαστου για τα χρόνια του ιδρύματος, στους εξαίρετους άνδρες, οι οποίοι - έχοντας απόλυτο δίκιο, συμφωνώντας απολύτως με κάθε πείρα, με κάθε πιθανότητα - προφήτευσαν τη δική μου βεβαία κατιούσα, κι είχα το πολύ-πολύ στα μάτια μερικών συμμαθητών εξ αιτίας κάποιας δύσκολα προσδιοριζόμενης υπεροχής μια κάποια υπόληψη: έτσι εξέτισα τα χρόνια, μέχρι που μου εξέδωσαν το δικαιόγραφο μονοετούς στρατιωτικής θητείας.

Διέφυγα μ’ εκείνο στο Μόναχο, όπου μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος υπήρξε ιδιοκτήτης εταιρείας σιτηρών και γερουσιαστής στη Λυβέκκη, είχε μετακομίσει και διέμενε η μητέρα μου· κι εφόσον μολαταύτα δίσταζα να παραδοθώ πάραυτα και αναφανδόν στην αργία, μπήκα, έχοντας τη λέξη «προσωρινά» στην καρδιά μου, ασκούμενος στα γραφεία κάποιας πυρασφαλιστικής εταιρείας. Αντί όμως να προσπαθώ να εξοικειωθώ με τις επιχειρήσεις, θεώρησα καλό καθήμενος στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα μου να γράφω στα κλεφτά ένα φανταστικό διήγημα, μια ερωτική ιστορία ανάμεικτη με στίχους, την οποία κατόπιν κατάφερα να μου δημοσιεύσουν σ’ ένα ανατρεπτικά διακείμενο μηνιαίο περιοδικό και για την οποία μάλιστα καμάρωνα και κάπως.

Έφυγα από το γραφείο, προτού με πετάξουν έξω, δήλωσα πως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, και για κάνα δυο εξάμηνα παρακολούθησα ως ακροατής στις ανώτατες σχολές του Μονάχου μέσα σε μια μπερδεμένη και ανωφελή ανακατωσούρα διαλέξεις ιστορίας, εθνικής οικονομίας και φιλολογίας. Ξαφνικά ωστόσο, σαν βαγαπόντης σωστός, τα βρόντηξα όλα και πήγα στην αλλοδαπή, στη Ρώμη, όπου τριγυρνούσα για έναν χρόνο δίχως σχέδια και δίχως απασχόληση. Περνούσα τις ημέρες μου γράφοντας και καταβροχθίζοντας εκείνα τ’ αναγνώσματα τα οποία ονομάζουν λογοτεχνικά και στα οποία ένας άνθρωπος ευυπόληπτος στρέφεται το πολύ-πολύ για διασκέδαση κατά τις ώρες της ανάπαυσής του, - και τα βράδια μου με ποντς και παίζοντας ντόμινο. Κατείχα ακριβώς τα μέσα, να ζω και να καπνίζω δίχως μέτρο πολλά από εκείνα τα γλυκά σιγαρέτα της πεντάρας, τα οποία μονοπωλεί το ιταλιάνικο κράτος και στα οποία εγώ τον καιρό εκείνο ήμουν μέχρι σκασμού υποταγμένος.

Έχοντας επιστρέψει στο Μόναχο μαυρισμένος, ισχνός και σε αρκετά καταβεβλημένη κατάσταση, αναγκάστηκα τελικά να κάμω χρήση του δικαιογράφου εθελοντικής θητείας μου. Εάν όμως ελπίζετε ν’ ακούσετε πως στον στρατιωτικό τομέα αποδείχθηκα κάπως ικανότερος απ’ ό,τι σ’ άλλους, τότε θ’ απογοητευτείτε. Ύστερα από τρεις μήνες κιόλας, πριν απ’ τα Χριστούγεννα ακόμη, απολύθηκα μ’ έναν απλούστατο χαιρετισμό, εφόσον τα πόδια μου δεν έλεγαν να συνηθίσουν σ’ εκείνο το ιδεώδες κι ανδρικό βάδισμα τ’ οποίο λέγεται βηματισμός παρέλασης, κι εγώ ήμουν διαρκώς κλινήρης με τενοντίτιδα. Αλλά το σώμα υποτάσσεται μέχρι κάποιον συγκεκριμένο βαθμό στο πνεύμα, κι εάν ήταν μέσα μου ζωντανή η παραμικρή αγάπη για ’κείνο το ζήτημα, τότε οι πόνοι θα είχαν μάλλον κατανικηθεί.

Αρκεί, αποστρατεύτηκα και συνέχισα με πολιτικά την αμελή ζωή μου. Κάποιο χρονικό διάστημα ήμουν ένας από τους συντάκτες του Simplicissimus, βλέπετε, κατέβαινα απ’ το ένα σκαλοπάτι στ’ άλλο. Έμπαινα στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου.

Και τώρα; Και σήμερα; Μήπως στρογγυλοκάθομαι με γυάλινο βλέμμα κι ένα μάλλινο κασκόλ στον λαιμό μαζί με άλλους χαμένους μαντράχαλους σε κάποιο καπηλειό αναρχικών; Μήπως έχω κατρακυλήσει στον βούρκο, όπως θα ήταν αρμόζον;

Όχι. Αίγλη με περιβάλλει. Τίποτε δεν συγκρίνεται με την ευτυχία μου. Είμαι νυμφευμένος, έχω μίαν εξαιρετικά ωραία, νεαρή γυναίκα - μία γυναίκα πριγκίπισσα, εάν θέλετε με πιστεύετε, της οποίας ο πατέρας είναι μεγάλος και τρανός καθηγητής πανεπιστημίου και η οποία απ’ τη δική της την πλευρά έχει περάσει στις απολυτήριες εξετάσεις, δίχως γι’ αυτό να με κοιτάζει αφ’ υψηλού, καθώς και δύο ακμαία, τα πλείστα υποσχόμενα τέκνα. Είμαι κύριος μιας μεγάλης κατοικίας σε άριστη τοποθεσία με ηλεκτρικό φως και όλα τα κομφόρ της σύγχρονης εποχής, διαρρυθμισμένης με τα πλέον εξαίσια έπιπλα, τάπητες και πίνακες ζωγραφικής. Το σπιτικό μου είναι πλούσιο, διατάσσω τρεις γεροδεμένες υπηρέτριες κι ένα σκοτσέζικο τσοπανόσκυλο, τρώγω μάλιστα με το πρωινό τσάι μου κουλουράκια και φορώ σχεδόν αποκλειστικά λουστραρισμένες μπότες. Τι άλλο; Κάμνω ταξίδια του θριάμβου. Επισκέπτομαι τις πόλεις, προσκεκλημένος από φιλότεχνες ομηγύρεις, κάμνω τις εμφανίσεις μου με φράκο, και οι άνθρωποι κουρταλούν τα χέρια, με το που εμφανίζομαι εγώ. Πέρασα επίσης απ’ τη γενέτειρά μου. Τα εισιτήρια για τη μεγάλη την αίθουσα του καζίνο είχαν όλα πωληθεί, μου απένειμαν ένα δάφνινο στεφάνι, και οι συμπολίτες μου χειροκρότησαν. Πανταχού λέγουν τ’ όνομά μου με τα φρύδια υψωμένα, ανθυπολοχαγοί και νεαρές κυρίες μου ζητούν με τα πλέον τιμητικά λόγια το αυτόγραφό μου, κι εάν αύριο πάρω κάποιο παράσημο, δεν θα μου κάμει και αυτό εντύπωση καμμία.

Και πώς κι όλα αυτά; Μέσω ποίου πράγματος; Αντί ποίων πραγμάτων; Εγώ δεν έχω αλλάξει, δεν έχω βελτιωθεί. Εγώ απλώς συνέχισα να καταγίνομαι με ό,τι καταγινόμουν ήδη ως χείριστος μαθητής, τουτέστιν να ονειροπολώ, να διαβάζω βιβλία ποιητικά και να σκαρώνω παρόμοια και του λόγου μου. Αντ’ αυτών είμαι τώρα όλο μεγαλεία. Αλλά είν’ αυτή άραγε η λογική ανταμοιβή του βίου του δικού μου; Εάν με έβλεπαν οι θεματοφύλακες της νιότης μου μες στη μεγαλοπρέπειά μου, θα άρχιζαν σίγουρα να αμφιβάλλουν για όλα όσα πίστευαν.

Εκείνοι που έχουν φυλλομετρήσει τα γραπτά μου θα θυμούνται πως εγώ τη μορφή ζωής του καλλιτέχνη, του ποιητή διαρκώς την αντιμετώπιζα με άκρα δυσπιστία. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα παύσουν οι τιμές τις οποίες αποδίδει η κοινωνία στο είδος τούτο εμένα να με εκπλήσσουν. Ξεύρω τι είναι ένας ποιητής, διότι κατά γενική ομολογία είμαι και του λόγου μου. Ένας ποιητής είναι, εν ολίγοις, ένας απολύτως άχρηστος σε όλους τους τομείς των σοβαρών δραστηριοτήτων, σκεπτόμενος μόνο τρέλες, στο κράτος όχι μόνο καθόλου χρήσιμος, αντιθέτως μάλιστα ενάντια διακείμενος σύντροφος, ο οποίος δεν χρειάζεται καν να διαθέτει εξαιρετικές λογικές ικανότητες, αντιθέτως μπορεί να είναι αργού και κάθε άλλο παρά κοφτερού πνεύματος, όπως ήμουν πάντοτε εγώ, - πέραν τούτου ένας ενδόμυχα παιδαριώδης, επιρρεπής στην ασωτία και από κάθε άποψη αμφιβόλου φήμης τσαρλατάνος, ο οποίος δεν θα έπρεπε να αναμένει τίποτε άλλο από την κοινωνία - και κατά βάθος δεν αναμένει και τίποτε άλλο - παρά σιωπηρή περιφρόνηση. Γεγονός όμως είναι πως η κοινωνία σε τούτο το γένος των ανθρώπων παρέχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει στους κόλπους της υπόληψη κι υπέρτατη ευζωία.

Εμένα τούτο με βολεύει· εγώ έχω όφελος απ’ αυτό. Δεν είναι όμως και ορθό. Τούτο μέλλει να ενθαρρύνει το κακό και στην αρετή οργή να προκαλεί.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


9605181312M Το κείμενο "Στον καθρέπτη" ["Im Spiegel"] δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1907, στη Λογοτεχνική Ηχώ [Literarisches Echo] στο Βερολίνο και αποτελεί ένα τρόπον τινά "βιογραφικό σημείωμα" του 32χρονου τότε συγγραφέα Τόμας Μανν. Στα Ελληνικά μεταφράστηκε και συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά, αντί προλόγου, στη συλλογή διηγημάτων Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο  του Τόμας Μανν, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Τόνιο Κραίγκερ. Ο Μάριο και ο μάγος, το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Επισκεφθείτε τη σελίδα της βιβλιοnet για τον Τόμας Μανν και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Alexandros Kypriotis

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails