Αλέξανδρος Κ., Μεταμορφώσεις

Thomas Mann mit Erika Mann_1950_New York_Photo by Elliott Erwitt

 

Grand Hotel Dolder, Ζυρίχη, 25 Ιουνίου 1950, δεκαεννέα ημέρες μετά την εβδομηκοστή πέμπτη επέτειο των γενεθλίων του, ημέρα Κυριακή, απόγευμα.

 

Μια δυο ώρες μετά την άφιξή του στο Dolder, με τη συνοδεία της αγαπημένης θυγατέρας του, όπως πάντα, και ενώ διάβαζε στη βεράντα του ξενοδοχείου, πρέπει να άκουσε, παρά τη θέλησή του, κάποιους Γάλλους παραθεριστές να μιλούν για την προ ολίγων ωρών εισβολή βορειοκορεατικών στρατευμάτων στη Νότια Κορέα. Θα σκέφτηκε ότι δύο χρόνια πριν ακριβώς είχε αρχίσει ο αποκλεισμός του Βερολίνου, ο οποίος πεισματωδώς κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν, παρά την εξίσου πεισματώδη και απροσδόκητα τελεσφόρα, από πολύ νωρίς, αερογέφυρα των συμμαχικών δυνάμεων. Και τότε θα σκέφτηκε ότι σε έναν μήνα ακριβώς θα συμπληρωνόταν πλέον ένας χρόνος από την πανηγυρική επιστροφή του σε γερμανικό έδαφος μετά από δεκαέξι χρόνια απουσίας, θα θυμήθηκε την επίσημη επίσκεψή του στη Φρανκφούρτη στον Μάιν, όπου τον είχαν υποδεχθεί μετά βαΐων και κλάδων, θα θυμήθηκε την εκκλησία του Αγίου Παύλου και τις λευκές γλαδιόλες που κοσμούσαν το πόντιουμ, προς στιγμή μάλιστα πρέπει να είχε την αίσθηση ότι μύριζε το άρωμά τους και ότι άκουγε τις ενθουσιώδεις επευφημίες του πολυπληθούς κοινού και πάλι, θα θυμήθηκε εκείνη την περίτεχνη φράση με την «κηλίδα στη ζωή» του κι ύστερα θα θυμήθηκε και τη δυσπιστία με την οποία τον σχολίαζαν λόγω της επικείμενης επίσκεψής του στη Βαϊμάρη, γεγονός που τον παρακίνησε να δηλώσει περίτρανα και κατηγορηματικά ότι εκείνος δεν καταλαβαίνει από ζώνες και τομείς κατοχής και ότι η πραγματική πατρίδα του είναι η ελεύθερη, η ανέγγιχτη από τις ζώνες κατοχής γερμανική γλώσσα, και θα θυμήθηκε ότι λίγες ημέρες μετά, στη Βαϊμάρη, είχε εμπλουτίσει κάπως εκείνη την ομιλία του, προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι παρά τις όποιες πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαφορές δεν επιτρέπεται να χαθούν η ελευθερία, το δίκαιο και η αξιοπρέπεια του ατόμου. Τότε μάλλον θα σκέφτηκε ότι είχαν περάσει δεκατρείς μήνες από την αυτοκτονία του γιου του, και θα αισθάνθηκε πάλι τον ίδιο θυμό για την αποτρόπαιη πράξη του, κι αμέσως θα σκέφτηκε τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του, όπως και τότε στη Στοκχόλμη, θα θυμήθηκε την από κοινού απόφασή τους, να μην διακόψουν την περιοδεία του, να μην ταξιδέψουν στις Κάννες, θα θυμήθηκε πόσο είχε υποφέρει η σύζυγός του. Κι αμέσως θα τη σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή να υποφέρει στο νοσοκομείο, θα σκέφτηκε την επικείμενη εγχείρηση, θα ανησύχησε, στην ηλικία της, λίγες ημέρες πριν από την εξηκοστή έβδομη επέτειο των γενεθλίων της, δεύτερη εγχείρηση που αναγκαζόταν να υποστεί μέσα σε οκτώ χρόνια, θα θυμήθηκε τη δική του εγχείρηση, τέσσερα χρόνια πριν, όλα είχαν πάει καλά τότε, παρά τους φόβους της συζύγου του, και ήταν μεγαλύτερος τότε, όλα θα πάνε καλά και τώρα, θα σκέφτηκε, παρά τους φόβους του, και τότε θα σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο του και θα περιέφερε το βλέμμα του στη βεράντα και στον κήπο του ξενοδοχείου. Είχε ανάγκη από ανάπαυση και ηρεμία.

 

Φορούσε μαύρο παντελόνι, λευκό σακάκι, λευκό πουκάμισο και λευκό παπιγιόν, ένας οινοχόος, ένας Γανυμήδης. Η θυγατέρα του τον ρώτησε από πού ήταν. Από το Μόναχο, τους είπε. Ήταν καστανός, γεροδεμένος, με πολύ χοντρό αυχένα, μαλλιά κοντά, ούτε ίσια ούτε σγουρά, κάπως κυματιστά, με χέρια πιο λεπτά απ’ ό,τι νόμιζε αρχικά, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, δεν ήταν μικρό παιδί, μάτια και δόντια όμορφα, φωνή ευχάριστη, γοητευτική.

 

Η ηρεμία δεν έλεγε να επέλθει. Ούτε και η ανάπαυση. Οκτώ ημέρες μετά τον ρώτησε να μάθει τ’ όνομά του, δύο φθόγγοι χειλικοί, τέσσερις συλλαβές, δεν ήξερε αν το συγκράτησε, ύστερα τον ρώτησε να μάθει τ’ όνομά του το μικρό, αυτό ήταν το κυριότερο, ένας φθόγγος χειλικός, μία συλλαβή, αισθάνθηκε ότι θα ήταν πολύ φυσικό να του μιλά εφεξής στον ενικό, δεν τόλμησε την οικειότητα αυτή, όσο περνούσαν οι ημέρες, ο χρόνος που τον έβλεπε δεν ήταν ποτέ αρκετός, δεν τους σέρβιρε πάντα εκείνος, του έπιανε συζήτηση μες στη σάλα, και την παρατραβούσε, και αδιαφορούσε για τα βλέμματα που παρατηρούσαν ιεροεξεταστικά την εγκαρδιότητα που του έδειχνε, σίγουρα είχε καταλάβει προ πολλού ότι τον συμπαθούσε, κάποια στιγμή, που είχε ξεχαστεί και χάζευε το πρόσωπό του, αισθάνθηκε ένα κοφτό και επανειλημμένο τράβηγμα στο δεξί μανίκι, στράφηκε αυτομάτως δεξιά, προς το μανίκι, κι είδε τη θυγατέρα του να τον κοιτάζει αυστηρή, ή αστειευόμενη, και την άκουσε να τον αποκαλεί ασυγκράτητο.

 

Στις 8 Ιουλίου, την επομένη, προσπάθησε να κατανοήσει τα αισθήματά του για τον μικρό, θυμήθηκε έναν στίχο, τον οποίο παρέθετε συχνά, για να τα εκλογικεύσει, αστειεύτηκε με τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του για την αδυναμία που του είχε, αλλά την επομένη, την πρώτη φορά που στο δείπνο τούς σέρβιρε εκείνος και που αυτός μάταια πάσχιζε να του βρει ψεγάδια, αφού αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, επέστρεψε πολύ συγκινημένος και χαρούμενος στο δωμάτιό του, έγραψε στο ημερολόγιό του τις λέξεις που όφειλε να γράψει και αναγνώρισε, έκπληκτος τρόπον τινά, τι του συνέβαινε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια πάλι.

 

Στις 10 Ιουλίου, ολόκληρη ημέρα, δεν τον είδε.



 

 

Το διήγημα «Μεταμορφώσεις» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών  τον Ιούνιο του 2014, και συγκεκριμένα στο θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Οι «Μεταμορφώσεις» (από την ομώνυμη ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων) στηρίζονται εν μέρει σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μανν (6 Ιουνίου 1875 - 12 Αυγούστου 1955) και σε καταγραφές  από το ημερολόγιό του. Η φράση «ένας οινοχόος, ένας Γανυμήδης» προέρχεται από τη νουβέλα του Τόμας Μανν Ο Μάριο και ο Μάγος. Με τη φράση «θυμήθηκε έναν στίχο, τον οποίο παρέθετε συχνά» υπονοείται ο στίχος από το ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν «Σωκράτης και Αλκιβιάδης» «Wer das Tiefste gedacht, liebt das Lebendigste»  [Όποιος το πιο βαθύ στοχάστηκε, αγαπά ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει.] Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο Τόμας Μανν με την κόρη του Έρικα Μανν,  στη Νέα Υόρκη το 1950.

Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr και  στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση poema. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails