Inge Müller, Λευκοί υάκινθοι

White hyacinths, Foto by Jaime Blogers

Βράδιασε. Σε μία ώρα ξεκινάει, σκέφτηκε η Μπάρμπαρα. Κοίταξε από το παράθυρο. Ακόμα χιόνιζε. Και χθες είχε χιονίσει, μεγάλες, λευκές νιφάδες και εκείνοι τις έπιαναν με το στόμα δίνοντας τη μάχη για τις μεγαλύτερες, σαν τα παιδιά· και κάποια φορά τα χείλη τους συναντήθηκαν, η νιφάδα του χιονιού έλιωσε.

 

Η Μπάρμπαρα ακούμπησε το μέτωπό της στο κρύο τζάμι και έκλεισε τα μάτια, όχι, αυτά δεν ήθελε να τα σκέφτεται, δεν ήθελε πια να σκέφτεται τον Χανς. Και ούτε θα πήγαινε στην ταβέρνα, σήμερα όχι. Αύριο ίσως, και μόνο για να δείξει στον Χανς πόσο ελαφρά το ’χε πάρει.

 

Θα χαμογελούσε, χαμογελώντας θα περνούσε δίπλα από το τραπέζι του και θα του έγνεφε φευγαλέα, όπως σ’ έναν γνωστό, που δεν μπορείς να θυμηθείς το όνομά του.

 

Θα έκανε τα γλυκά μάτια στο βιολιστή, σ’ αυτόν το μαυρομάλλη αισθησιακό τενόρο και... όχι, δεν έπρεπε να καθίσει μόνη στο τραπέζι, ο Χανς έπρεπε να τη δει μ’ έναν άλλον άντρα. Μ’ έναν άντρα που δεν γνώριζε και που εκείνη θα περνούσε τρυφερά το χέρι της στο μπράτσο του, όταν θα έμπαιναν στην ταβέρνα. Μ’ αυτόν τον άντρα θα καθόταν στο ακριανό τραπέζι της, στον μικρό δερμάτινο πάγκο, όπου είχαν γιορτάσει το ξαναντάμωμά τους, τότε, πριν από έντεκα ημέρες. Και όπως τότε θα έπινε κρασί και θα γελούσε.

 

Η Μπάρμπαρα έκλαψε.

 

Στο διπλανό δωμάτιο στόρια κατέβαιναν, αργά, κροτάλιζαν ομοιόμορφα και βουβαίνονταν χωρίς πρόσκρουση.

 

Η σπιτονοικοκυρά -η Μπάρμπαρα δεν την είχε ακούσει να έρχεται, αλλά κανένας άλλος δεν μεταχειριζόταν τα παλιά στόρια τόσο προστατευτικά. Ακριβώς αυτό φαινόταν τώρα στην Μπάρμπαρα ανυπόφορο, αυτό το προστατευτικό, το συμπονετικό.

 

Σηκώθηκε και γύρισε προσεκτικά το κλειδί της πόρτας.

 

Ύστερα άναψε το πορτατίφ. Πάνω στον καναπέ βρισκόταν, απλωμένο με φροντίδα, το αποκριάτικο κοστούμι της, γυαλιστερός πράσινος ταφτάς, δίπλα του το πολύχρωμο μυτερό καπελάκι. Μόνο ο υάκινθος ήταν ακόμα μέσα στο ποτήρι στο παράθυρο.

 

Θα τον δώσω πίσω στην κυρία Γκρουντ, αύριο. Θα χαρεί, αυτή δένεται με τα λουλούδια της. Ήταν πολύ φιλικό εκ μέρους της, σπάνια είναι έτσι οι σπιτονοικοκυρές. Αλλά καλά έκανα που δεν της είπα γιατί ήθελα να πάω στο καρναβάλι ειδικά ως Λευκός Υάκινθος.

 

Η Μπάρμπαρα πήγε στο ράφι με τα βιβλία. Τράβηξε το μαραμένο κιτρινισμένο λουλουδάκι από τον 2ο τόμο του Χάινε. Ο Χανς είχε γελάσει σαν μικρό παιδί, όταν εκείνη δίπλα στο ποτήρι της με το κρασί βρήκε το μικροσκοπικό λευκό άνθος, το οποίο εκείνος, τότε, που ο ιδιοκτήτης δεν κοιτούσε προς τα εκεί, είχε κόψει από τη διακόσμηση του διπλανού τραπεζιού.

 

Όταν χτύπησε η πόρτα, η Μπάρμπαρα πετάχτηκε.

 

«Ποιος είναι;»

 

«Εγώ είμαι». Η φωνή της σπιτονοικοκυράς ήταν σιγανή, δισταχτική. «Ήθελα μόνο να ρωτήσω αν χρειάζεστε κι άλλο ζεστό νερό, δεσποινίς Μπάρμπαρα. Επειδή μετά θέλω να φτιάξω τσάι για τον κύριο Σβαρτς. Κι εσείς σίγουρα θα βιάζεστε». «Δεν χρειάζομαι τίποτα». Η απάντηση ήρθε γρήγορα και απότομα.

 

Η Μπάρμπαρα το μετάνιωσε την ίδια στιγμή.

 

Πήγε στην πόρτα και άνοιξε.

 

«Νόμιζα απλώς... Αλλά εσείς μάλλον δεν έχετε ακόμη τελειώσει. Θα βάλω τότε να ζεστάνω νερό». Η σχεδόν ασπρομάλλα, λεπτοκαμωμένη μεγάλη γυναίκα έγειρε το κεφάλι μπροστά της και έφυγε με το παιδικό βήμα της. Η πόρτα του διαδρόμου έκλεισε.

 

«Κυρία Γκρουντ, παρακαλώ, ελάτε μια στιγμή μέσα!»

 

Η Μπάρμπαρα νοστάλγησε ξαφνικά τα ζεστά, κάπως μυωπικά μάτια της σπιτονοικοκυράς. Σχεδόν με βία τράβηξε τη μεγάλη γυναίκα πίσω στο δωμάτιό της. Δεν ήθελε τώρα να συναντηθεί με τον Γκούστελ Σβαρτς, τον άλλον υπενοικιαστή. Ο Γκούστελ ήταν ένας καλός και ευγενικός τύπος, την είχε βοηθήσει στη μετακόμιση και επίσης ήταν πρόθυμος να την βοηθάει γενικά, μόνο που ρωτούσε πάρα πολλά, ανησυχούσε γι’ αυτήν όπως μια αρκούδα για το μωρό της.

 

«Καλησπέρα, Γκούστελ!» Η Μπάρμπαρα έγνεψε προς την πόρτα του διαδρόμου και έκλεισε πίσω της την πόρτα του δωματίου της.

 

«Λοιπόν, κυρία Γκρουντ, ήθελα»- η Μπάρμπαρα κοίταξε αναποφάσιστα γύρω της, έσπρωξε μια καρέκλα στην σπιτονοικοκυρά και αυτή κάθισε σε μία γωνία του καναπέ, αφού πρώτα μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο προς τον τοίχο, προσπέρασε γρήγορα το πράσινο κοστούμι.

 

«Μου είπατε πρόσφατα πως ακόμα έχετε ένα αποκριάτικο κοστούμι της κόρης σας, το οποίο θα μου ταίριαζε. Θέλατε να μου το δανείσετε, σας παρακαλώ, θα μπορούσα να το έχω σήμερα;»

 

Η κυρία Γκρουντ δεν ρωτούσε ποτέ. Αυτό το τηρούσε στη ζωή της, είχε υπομονή. Όταν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ο άντρας της όλο και πιο συχνά γυρνούσε στο σπίτι αργά τη νύχτα, εκείνη δεν ρωτούσε τίποτα∙ και ύστερα της τα διηγιόταν όλα μόνος του, στα ίσα μέσα στα κάπως μυωπικά γκρίζα μάτια της, που έμοιαζαν να κοιτάζουν μέσα από ένα λεπτό πέπλο, ένα πέπλο που δεν της έκρυβε τις γωνίες και τα ελαττωματικά σημεία στο χαρακτήρα του άλλου ανθρώπου αλλά έπαιρνε από αυτά την οξύτητα, έτσι έβλεπε αυτή τους ανθρώπους ∙- οι παλιοί βοσκοί έχουν τέτοια μάτια, είχε πει κάποτε μία από τις ανιψιές της, ένα κορίτσι από ένα χερσοτόπι, που έφερε στον κόσμο το εξώγαμο παιδί της όταν ήταν στη Μαρί Γκρουντ – και μπροστά σ’ αυτά τα μάτια δεν ήταν δύσκολο για τον άντρα να μιλήσει: πόνταρε σ’ ένα άλογο, γιατί έτσι δεν πήγαινε άλλο με μισθό τις λίγες δεκάρες και δυο παιδιά και το τρίτο στο δρόμο· τώρα πλέον δεν είχαν ούτε καν τις λίγες δεκάρες... Ούτε και τότε ρώτησε η Μαρί Γκρουντ πώς θα πήγαινε το πράγμα παραπέρα, αλλά πήγε.

 

Και αργότερα, όταν ο άντρας της δεν ήθελε να γυρίσει από τον πόλεμο πίσω στο σπίτι επειδή ήταν σακάτης στο ένα του πόδι, εκείνη βρέθηκε με μιας εκεί στο νοσοκομείο και δεν ρώτησε γιατί δεν πήρε κανένα γράμμα απ’ αυτόν, παρά του έδωσε τα πράγματά του και χαιρετίσματα από τα παιδιά. Ούτε και τον ρώτησε αν ήθελε τη θέση του θυρωρού: θα τα καταφέρω εγώ, μέχρι να μπορέσεις να περπατήσεις πάλι, είπε εκείνη, και δε ρωτούσε τίποτα κάθε φορά που εκείνος μέθαγε στη γωνιακή μπυραρία, επειδή ήταν σακάτης.

 

Είχαν τρεις γιους. Όταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έμπαινε στον τέταρτο χρόνο, μόνο η κόρη τους είχε μείνει. Δεν ήταν τελείως καλά στα μυαλά της, από τότε που πυροβόλησαν τον άντρα της μπροστά στα μάτια της, επειδή δεν ήθελε να πάει στην εθνοφυλακή. Η Μαρί Γκρουντ παράτησε τη θέση του θυρωρού, μετακόμισαν στης κόρης τους. Ίσα που ζούσανε από τη σύνταξη αλλά η μητέρα είπε: δεν επιτρέπεται να την αφήσουμε μόνη της τώρα. Και τελικά εκείνη την άφησαν μόνη της οι δυο τους, η κόρη της και ο άντρας της.

 

Η Μαρί Γκρουντ, πάνω από εξήντα ήδη, κοντή και κοκκαλιάρα, για πρώτη φορά σήκωνε χέρι σε άνθρωπο αλλά ο στρατιώτης με τις φαρδιές πλάτες και το πράσινο περιβραχιόνιο το τίναξε σαν σκουπίδι από πάνω του: φύγε, γιαγιά. Να ευχαριστάς τον θεό που δεν βρίσκεσαι εκεί μέσα μ’ αυτούς. Εκεί κάτω δεν αναγνωρίζεις κανέναν πια. Και δεν την άφησε να πλησιάσει στο σωρό από τα χαλάσματα που κάποτε ήταν αντιαεροπορικό καταφύγιο. Αυτή πήγε ξανά και ξανά. Μια φορά ο στρατιώτης την κοίταξε μέσα στα μάτια: σκατά, είπε και στράφηκε αλλού. Τότε εκείνη κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός που δεν ήθελε να της αφήσει τους νεκρούς, και τότε έφυγε.

 

Έμεινε εντελώς μόνη στο σπίτι, μέρες και νύχτες και ούτε μια φορά ο φύλακας του αντιαεροπορικού καταφυγίου δεν τόλμησε να την βάλει μέσα στο καταφύγιο.

 

Έτρωγε, διατηρούσε το διαμέρισμα καθαρό και όταν για μέρες δεν υπήρχε νερό, πήγε μ’ έναν κουβά στο πηγάδι στον διπλανό δρόμο, περίμενε υπομονετικά μέχρι να έρθει η σειρά της. Ο άντρας, που στεκόταν πίσω της, βλαστημούσε, επειδή αυτή δεν μπορούσε να κουμαντάρει το μαγγάνι, έτσι εκείνη τον άφησε να γεμίσει πρώτος τον κουβά του. Μερικές γυναίκες έβριζαν τον άντρα. Όχι, οι άνθρωποι δεν είναι κακοί, είπε τότε και φάνηκε να χαμογελάει, αν και το πρόσωπό της έμεινε όπως ήταν: σοβαρό, ρυτιδιασμένο, κάθε γραμμή του τελεσίδικη όπως στον θάνατο.

 

Μετά την κατάρρευση δεν έμενε πια μόνη της. Προσωρινά έμεναν μαζί της στο σπίτι πρόσφυγες, μια οικογένεια με τρία παιδιά. Τους έδωσε δυο σουμιέδες της κόρης της, από τότε που μετακόμισαν: αυτή έμενε στο μισό δωμάτιο και στα δύο άλλα φρόντιζε τους καινούριους υπενοικιαστές.

 

Όταν μετακόμισε η Μπάρμπαρα, τρεις βδομάδες πάνε τώρα, το πρώτο που της έκανε εντύπωση ήταν τα μάτια της γυναίκας: ούτε ίχνος δυσπιστίας δεν υπήρχε μέσα σ’ αυτά, ούτε κάτι από φορτική περιέργεια. Της έκανε αμέσως εντύπωση της Μπάρμπαρα και την συγκίνησε όπως μια καλή κουβέντα. Η Μπάρμπαρα είχε γνωρίσει στα δυο χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της σπιτονοικοκυρές, γριές και νέες και της φαινόταν πως όλες κατά έναν μυστηριώδη τρόπο είχαν κάτι το συγγενές μεταξύ τους, ο αγώνας τους για ψωμί τις έκανε να μοιάζουν. Ίσως κάποια μέρα να γινόταν και αυτή η κυρία Γκρουντ ... όχι, η Μπάρμπαρα κούνησε ζωηρά το κεφάλι, καμία αμφιβολία, αυτή δεν φαινόταν τέτοια[.]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου

 

IngeMüller

Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.

Της Σούλας Ζαχαροπούλου

 

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, και τα διηγήματά της «Το βουβό παιδί» και «Οι ποδηλάτες», όλα σε μετάφραση της Σούλας Ζαχαροπούλου. Τα κείμενα αυτά είναι τα μόνα κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ που έχουν μεταφραστεί και δημοσιεύονται στα Ελληνικά.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails